άτεκνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άτεκνος η άτεκνη το άτεκνο
      γενική του άτεκνου της άτεκνης του άτεκνου
    αιτιατική τον άτεκνο την άτεκνη το άτεκνο
     κλητική άτεκνε άτεκνη άτεκνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άτεκνοι οι άτεκνες τα άτεκνα
      γενική των άτεκνων των άτεκνων των άτεκνων
    αιτιατική τους άτεκνους τις άτεκνες τα άτεκνα
     κλητική άτεκνοι άτεκνες άτεκνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άτεκνος < αρχαία ελληνική ἄτεκνος < τέκνον

Επίθετο

άτεκνος, -η, -ο

  • που δεν έχει αποκτήσει τέκνα (παιδιά) ή δεν είναι δυνατόν να αποκτήσει

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.