άστρωτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άστρωτα < άστρωτος + -α < αρχαία ελληνική ἄστρωτος
Μεταφράσεις
άστρωτα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άστρωτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άστρωτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.