επίστρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επίστρωμα | τα | επιστρώματα |
| γενική | του | επιστρώματος | των | επιστρωμάτων |
| αιτιατική | το | επίστρωμα | τα | επιστρώματα |
| κλητική | επίστρωμα | επιστρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίστρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επίστρωμα ουδέτερο
- άνω στρώση
- ύφασμα που προστατεύει το στρώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.