άστεργος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άστεργος | η | άστεργη | το | άστεργο |
| γενική | του | άστεργου | της | άστεργης | του | άστεργου |
| αιτιατική | τον | άστεργο | την | άστεργη | το | άστεργο |
| κλητική | άστεργε | άστεργη | άστεργο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άστεργοι | οι | άστεργες | τα | άστεργα |
| γενική | των | άστεργων | των | άστεργων | των | άστεργων |
| αιτιατική | τους | άστεργους | τις | άστεργες | τα | άστεργα |
| κλητική | άστεργοι | άστεργες | άστεργα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άστεργος < (ελληνιστική κοινή) ἄστερκτος < αρχαία ελληνική ἀστεργής < ἀ- + στέργω
- άστερχτος
- άστρεγος
- άστρεχτος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στέργω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.