στέργω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στέργω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στέργω (δείχνω αγάπη) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsteɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στέρ‐γω
- παρώνυμο: στρέγω
Ρήμα
στέργω, πρτ.: έστεργα, στ.μέλλ.: θα στέρξω, αόρ.: έστερξα (χωρίς παθητική φωνή)
- αποδέχομαι κάτι, δίνω τη συναίνεσή μου σε κάτι, ανέχομαι
- ※ Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
- ※ Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Αντώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στέργω | έστεργα | θα στέργω | να στέργω | στέργοντας | |
| β' ενικ. | στέργεις | έστεργες | θα στέργεις | να στέργεις | στέργε | |
| γ' ενικ. | στέργει | έστεργε | θα στέργει | να στέργει | ||
| α' πληθ. | στέργουμε | στέργαμε | θα στέργουμε | να στέργουμε | ||
| β' πληθ. | στέργετε | στέργατε | θα στέργετε | να στέργετε | στέργετε | |
| γ' πληθ. | στέργουν(ε) | έστεργαν στέργαν(ε) |
θα στέργουν(ε) | να στέργουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έστερξα | θα στέρξω | να στέρξω | στέρξει | ||
| β' ενικ. | έστερξες | θα στέρξεις | να στέρξεις | στέρξε | ||
| γ' ενικ. | έστερξε | θα στέρξει | να στέρξει | |||
| α' πληθ. | στέρξαμε | θα στέρξουμε | να στέρξουμε | |||
| β' πληθ. | στέρξατε | θα στέρξετε | να στέρξετε | στέρξτε | ||
| γ' πληθ. | έστερξαν στέρξαν(ε) |
θα στέρξουν(ε) | να στέρξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στέρξει | είχα στέρξει | θα έχω στέρξει | να έχω στέρξει | ||
| β' ενικ. | έχεις στέρξει | είχες στέρξει | θα έχεις στέρξει | να έχεις στέρξει | ||
| γ' ενικ. | έχει στέρξει | είχε στέρξει | θα έχει στέρξει | να έχει στέρξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στέρξει | είχαμε στέρξει | θα έχουμε στέρξει | να έχουμε στέρξει | ||
| β' πληθ. | έχετε στέρξει | είχατε στέρξει | θα έχετε στέρξει | να έχετε στέρξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στέρξει | είχαν στέρξει | θα έχουν στέρξει | να έχουν στέρξει |
| |
Αναφορές
- στέργω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.