άστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άστατος η άστατη το άστατο
      γενική του άστατου της άστατης του άστατου
    αιτιατική τον άστατο την άστατη το άστατο
     κλητική άστατε άστατη άστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άστατοι οι άστατες τα άστατα
      γενική των άστατων των άστατων των άστατων
    αιτιατική τους άστατους τις άστατες τα άστατα
     κλητική άστατοι άστατες άστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άστατος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

άστατος, -η, -ο

  • ασταθής, ευμετάβολος
    μην πολυπιστεύεις τις υποσχέσεις του, είναι άστατος χαρακτήρας
    ο καιρός θα είναι άστατος για τις επόμενες δύο ημέρες με διαστήματα ηλιοφάνειας και ξαφνικές βροχές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.