ευμετάβολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευμετάβολος | η | ευμετάβολη | το | ευμετάβολο |
| γενική | του | ευμετάβολου | της | ευμετάβολης | του | ευμετάβολου |
| αιτιατική | τον | ευμετάβολο | την | ευμετάβολη | το | ευμετάβολο |
| κλητική | ευμετάβολε | ευμετάβολη | ευμετάβολο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευμετάβολοι | οι | ευμετάβολες | τα | ευμετάβολα |
| γενική | των | ευμετάβολων | των | ευμετάβολων | των | ευμετάβολων |
| αιτιατική | τους | ευμετάβολους | τις | ευμετάβολες | τα | ευμετάβολα |
| κλητική | ευμετάβολοι | ευμετάβολες | ευμετάβολα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευμετάβολος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμετάβολος < εὖ + μεταβάλλω < μετά + -βολος (βάλλω). Μορφολογικά αναλύεται σε ευ- + μετά- + -βολος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ev.meˈta.vo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐με‐τά‐βο‐λος
Μεταφράσεις
ευμετάβολος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.