αστασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αστασία | οι | αστασίες |
| γενική | της | αστασίας | των | αστασιών |
| αιτιατική | την | αστασία | τις | αστασίες |
| κλητική | αστασία | αστασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αστασία θηλυκό
- αστάθεια, μη σταθερότητα
- ※ Είπε για τη νοθεία των εκλογών, την αστασία των πολιτικών πεποιθήσεων, την ανειλικρίνεια των κυβερνώντων […] (Άγγελος Τερζάκης, Η μενεξεδένια πολιτεία. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 81976), σ. 17)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αστασία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.