άσπαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άσπαστος | η | άσπαστη | το | άσπαστο |
| γενική | του | άσπαστου | της | άσπαστης | του | άσπαστου |
| αιτιατική | τον | άσπαστο | την | άσπαστη | το | άσπαστο |
| κλητική | άσπαστε | άσπαστη | άσπαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άσπαστοι | οι | άσπαστες | τα | άσπαστα |
| γενική | των | άσπαστων | των | άσπαστων | των | άσπαστων |
| αιτιατική | τους | άσπαστους | τις | άσπαστες | τα | άσπαστα |
| κλητική | άσπαστοι | άσπαστες | άσπαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
άσπαστος, -η, -ο
Μεταφράσεις
άσπαστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.