άσπαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσπαστος η άσπαστη το άσπαστο
      γενική του άσπαστου της άσπαστης του άσπαστου
    αιτιατική τον άσπαστο την άσπαστη το άσπαστο
     κλητική άσπαστε άσπαστη άσπαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσπαστοι οι άσπαστες τα άσπαστα
      γενική των άσπαστων των άσπαστων των άσπαστων
    αιτιατική τους άσπαστους τις άσπαστες τα άσπαστα
     κλητική άσπαστοι άσπαστες άσπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσπαστος < ά- στερητικό + σπαστός (σπάζω)

Επίθετο

άσπαστος, -η, -ο

  1. άθραυστος, που δεν μπορεί να σπάσει
  2. που δεν έχει σπάσει
    από τον θυμό της δεν άφησε γυαλικό άσπαστο
     αντώνυμα: σπασμένος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σπάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.