άσιαχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσιαχτος η άσιαχτη το άσιαχτο
      γενική του άσιαχτου της άσιαχτης του άσιαχτου
    αιτιατική τον άσιαχτο την άσιαχτη το άσιαχτο
     κλητική άσιαχτε άσιαχτη άσιαχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσιαχτοι οι άσιαχτες τα άσιαχτα
      γενική των άσιαχτων των άσιαχτων των άσιαχτων
    αιτιατική τους άσιαχτους τις άσιαχτες τα άσιαχτα
     κλητική άσιαχτοι άσιαχτες άσιαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσιαχτος < ά- στερητικό + (σιάχνω) θέμα σιακ- + -τος με ανομοίωση άρθρωσης [kt] > [xt] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.sça.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσιαχτος

Επίθετο

άσιαχτος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.