σιάχνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιάχνω < σιάζω με μεταπλασμό -χνω με βάση συνοπτικό θέμα ξα κατά το σχήμα δειξ- (έδειξα) - δείχνω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsça.xno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιάχνω

Ρήμα

σιάχνω, αόρ.: έσιαξα, παθ.φωνή: σιάζομαι, π.αόρ.: σιάχτηκα, μτχ.π.π.: σιαγμένος

  • (προφορικό) άλλη μορφή του σιάζω

Κλίση

  • Η συνοπτική προστακτική ενικού σιάχ' + αδύνατος τύπος αντωνυμίας (σιάχ' το) κατά τον πληθυντικό σιάχτε

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.