άρτυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρτυμα τα αρτύματα
      γενική του αρτύματος των αρτυμάτων
    αιτιατική το άρτυμα τα αρτύματα
     κλητική άρτυμα αρτύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άρτυμα < αρχαία ελληνική ἄρτυμα

Ουσιαστικό

άρτυμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε προσθέτουμε στο φαγητό για νοστιμιά
     συνώνυμα: καρύκευμα, μπαχαρικό
    η μουστάρδα συγκαταλέγεται στα αρτύματα
  2. (κατ’ επέκταση) το μη νηστίσιμο φαγητό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.