έμβαμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έμβαμμα | τα | εμβάμματα |
| γενική | του | εμβάμματος | των | εμβαμμάτων |
| αιτιατική | το | έμβαμμα | τα | εμβάμματα |
| κλητική | έμβαμμα | εμβάμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έμβαμμα < αρχαία ελληνική ἔμβαμμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeɱ.va.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έμ‐βαμ‐μα
Μεταφράσεις
έμβαμμα
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- έμβαμμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.