άγαρμπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άγαρμπος η άγαρμπη το άγαρμπο
      γενική του άγαρμπου της άγαρμπης του άγαρμπου
    αιτιατική τον άγαρμπο την άγαρμπη το άγαρμπο
     κλητική άγαρμπε άγαρμπη άγαρμπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άγαρμποι οι άγαρμπες τα άγαρμπα
      γενική των άγαρμπων των άγαρμπων των άγαρμπων
    αιτιατική τους άγαρμπους τις άγαρμπες τα άγαρμπα
     κλητική άγαρμποι άγαρμπες άγαρμπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άγαρμπος < ά- + γάρμπ(ος) (κομψότητα) + -ος < ιταλική garbo

Επίθετο

άγαρμπος -η -ο

  1. άκομψος, κακοφτιαγμένος
    άγαρμπο σώμα
  2. άχαρος, αδέξιος, άτσαλος
    ο τρόπος που περπατάει είναι άγαρμπος
  3. ανάρμοστος, άξεστος
    έχει άγαρμπη συμπεριφορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.