γάρμπος
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γάρμπος
<
ιταλική
garbo
Ουσιαστικό
γάρμπος
και
γάρμπο
ουδέτερο
η
κομψότητα
, η
χάρη
, η καλή
εφαρμογή
Συγγενικά
άγαρμπος
γαρμπόζος
Μεταφράσεις
γάρμπος
αγγλικά
:
elegance
(en)
ισπανικά
:
garbo
(es)
πολωνικά
:
wdzięk
(pl)
,
gracja
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.