Ωρολογάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ωρολογάς οι Ωρολογάδες
      γενική του Ωρολογά των Ωρολογάδων
    αιτιατική τον Ωρολογά τους Ωρολογάδες
     κλητική Ωρολογά Ωρολογάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ωρολογάς < επάγγελμα ωρολογάς (ρολογάς), ενδεχομένως κατά περίπτωση και ως μορφολογικά λόγια, «καθαρισμένη», εκδοχή του παλαιότερου επωνύμου Ρολογάς.[1]
Συγγενή επώνυμα: αλβανικά Orollogaj

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾo.loˈɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ωρολογάς

Κύριο όνομα

Ωρολογάς αρσενικό (θηλυκό Ωρολογά)

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Οι περιπτώσεις αυτές, μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία του ορθογραφικού καθαρισμού που διενεργήθηκε σε πολλά ελληνικά επώνυμα, ώστε να αποκτήσουν μορφή συμβατή με τις μορφολογικές επιταγές της καθαρεύουσας. Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111-112.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.