Ωρολογάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ωρολογάς | οι | Ωρολογάδες |
| γενική | του | Ωρολογά | των | Ωρολογάδων |
| αιτιατική | τον | Ωρολογά | τους | Ωρολογάδες |
| κλητική | Ωρολογά | Ωρολογάδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ɾo.loˈɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ω‐ρο‐λο‐γάς
- Ρολογάς
- Ωρολογόπουλος
-
Πέτρος Ωρολογάς (1892-1958) στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας, Βορειοηπειρώτης, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων της Θεσσαλογίκης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Οрологас
- λατινικοί χαρακτήρες: Οrologas
Αναφορές
- Οι περιπτώσεις αυτές, μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία του ορθογραφικού καθαρισμού που διενεργήθηκε σε πολλά ελληνικά επώνυμα, ώστε να αποκτήσουν μορφή συμβατή με τις μορφολογικές επιταγές της καθαρεύουσας. Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111-112.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.