ρολογάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρολογάς οι ρολογάδες
      γενική του ρολογά των ρολογάδων
    αιτιατική τον ρολογά τους ρολογάδες
     κλητική ρολογά ρολογάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ρολογάς

Ετυμολογία

ρολογάς < ρολό(γ)-ι + -άς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.loˈɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρολογάς

Ουσιαστικό

ρολογάς αρσενικό (θηλυκό ρολογού)

  1. (επάγγελμα) ο τεχνίτης που επιδιορθώνει ρολόγια
  2. (επάγγελμα) ο ωρολογοποιός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.