Ρολογάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρολογάς οι Ρολογάδες
      γενική του Ρολογά των Ρολογάδων
    αιτιατική τον Ρολογά τους Ρολογάδες
     κλητική Ρολογά Ρολογάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ρολογάς < επάγγελμα ρολογάς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾo.loˈɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρολογάς

Κύριο όνομα

Ρολογάς αρσενικό (θηλυκό Ρολογά)

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • Το επώνυμο δεν φαίνεται να υπάρχει πλέον σε αυτή τη μορφή· ενδεχομένως μεταπλάστηκε στη λόγια εκδοχή Ωρολογάς.[2]

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Ρολογάς σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.
  2. Πρβ. τις παρατηρήσεις του συγγραφέα για τα «λόγια επαγγελματικά» επώνυμα, όπου οι τύποι της καθαρεύουσας «αντικατέστησαν λαϊκές λέξεις» (όπου υπάρχει αναφορά και στα επώνυμα Ωρολογοποιός, Ωρολογόπουλος και Ρολογάς), στο: Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310103. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 45.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.