Ψαρά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Ψαρά | ||
| γενική | των | Ψαρών | ||
| αιτιατική | τα | Ψαρά | ||
| κλητική | Ψαρά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- Ψαρά < αρχαία ελληνική Ψῠ́ρα[1] (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) / Ψυρίη (θηλυκό) (με παρετυμολόγηση από τις λέξεις ψάρι[1] ή ψαρός[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /psaˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐ρά
Κύριο όνομα
Ψαρά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- νησί του Αιγαίου, στα βορειοδυτικά της Χίου
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ἡ καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν (Άπαντα archive.org)
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη
περπατώντας ἡ Δόξα μονάχη,
μελετᾶ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια,
καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ,
καμωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
ποὺ εἶχαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ἡ καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν (Άπαντα archive.org)
- ομώνυμο χωριό σε αυτό το νησί
- (παρωχημένο) Νέα Ψαρά: πόλη της Εύβοιας, πρώην ονομασία της Ερέτριας[2]
Συγγενικά
- Αντίψαρα
- Ψαριανός / Ψαριανή
- ψαριανός
-
Ψαρά στη Βικιπαίδεια

- Ψυρή
Ετυμολογία 2
- Ψαρά < γενική ενικού του αρσενικού Ψαράς
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Псара
- λατινικοί χαρακτήρες: Psara
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ΦΕΚ Α 124, 10 Αυγούστου 1960 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.