Ψαριανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ψαριανός οι Ψαριανοί
      γενική του Ψαριανού των Ψαριανών
    αιτιατική τον Ψαριανό τους Ψαριανούς
     κλητική Ψαριανέ Ψαριανοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /psaɾ.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψαριανός

Ετυμολογία 1

Ψαριανός < Ψαρ(ά) + -ιανός

Κύριο όνομα

Ψαριανός αρσενικό (θηλυκό Ψαριανή)

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Ψαριανός < πατριδωνυμικό Ψαριανός

Κύριο όνομα

Ψαριανός αρσενικό (θηλυκό Ψαριανού)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.