Ερέτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ερέτρια | οι | Ερέτριες |
| γενική | της | Ερέτριας | των | Ερετριών |
| αιτιατική | την | Ερέτρια | τις | Ερέτριες |
| κλητική | Ερέτρια | Ερέτριες | ||
| α=εν | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ερέτρια < αρχαία ελληνική Ἐρέτρια
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈɾe.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐ρέ‐τρι‐α
Κύριο όνομα
Ερέτρια θηλυκό
- πόλη της Εύβοιας
- αρχαιολογικός τόπος, η αρχαία πόλη Ἐρέτρια
- χωριό της Λάρισας
-
Ερέτρια στη Βικιπαίδεια

-
Ερέτρια Λάρισας στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.