Χίος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.os/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χί‐ος
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χίος | ||
| γενική | της | Χίου | ||
| αιτιατική | τη | Χίο | ||
| κλητική | Χίε (Χίο) | |||
| Δείτε και το Χιος ως μονοσύλλαβο. | ||||
| Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Χίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Χίος
- Χιος (ιδιωματικό, λαϊκό)
-
Χίος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Χίος | οι | Χίοι |
| γενική | του | Χίου | των | Χίων |
| αιτιατική | τον | Χίο | τους | Χίους |
| κλητική | Χίε | Χίοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Χίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Χῖος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.