Ψαλίδα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /psaˈli.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψαλίδα
ομόηχο: ψαλίδα

Ετυμολογία 1

Ψαλίδα < ψαλίδα

Κύριο όνομα

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ψαλίδα οι Ψαλίδες
      γενική της Ψαλίδας των Ψαλίδων
    αιτιατική την Ψαλίδα τις Ψαλίδες
     κλητική Ψαλίδα Ψαλίδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ψαλίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Ψαλίδα < γενική ενικού του αρσενικου Ψαλίδας

Κύριο όνομα

Ψαλίδα θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

  • Ψαλιδά

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.