Αμοργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αμοργός | ||
| γενική | της | Αμοργού | ||
| αιτιατική | την | Αμοργό | ||
| κλητική | Αμοργέ (Αμοργό) | |||
| Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αμοργός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἀμοργός < αρχαία ελληνική ἀμοργός (είδος υφάσματος) < ἀμοργίς (είδος λιναριού) < ἀμέργω [1]

Η Αμοργός στο χάρτη.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.moɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μορ‐γός
Συγγενικά
- Αμοργιανός
- αμοργιανός
- αμοργινός
-
Αμοργός στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
ΣτΕ: Σημειωμένο ως αρχ. (αρχαία ελληνικά) Ἀμοργός.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.