Ψαλίδας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ψαλίδας οι Ψαλίδηδες
& Ψαλιδαίοι
      γενική του Ψαλίδα των Ψαλίδηδων
& Ψαλιδαίων
    αιτιατική τον Ψαλίδα τους Ψαλίδηδες
& Ψαλιδαίους
     κλητική Ψαλίδα Ψαλίδηδες
& Ψαλιδαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ψαλίδας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /psaˈli.ðas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ψαλίδας

Κύριο όνομα

Ψαλίδας αρσενικό (θηλυκό Ψαλίδα)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.