Χερσώνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χερσώνα οι Χερσώνες
      γενική της Χερσώνας
    αιτιατική τη Χερσώνα τις Χερσώνες
     κλητική Χερσώνα Χερσώνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χερσώνα < (άμεσο δάνειο) ρωσική ή ουκρανική Херсон (Χερσών) (< αρχαία ελληνική Χερσόνησος[1]) + (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /çeɾˈso.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χερσώνα
ομόηχο: Χερσῶνα

Κύριο όνομα

Η θέση της επαρχίας και της πόλης της Χερσώνας στην Ουκρανία

Χερσώνα θηλυκό

  • Χερσόνα

  • Χερσών (παρωχημένο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Kherson - Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.