χιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιώτικος | η | χιώτικη | το | χιώτικο |
| γενική | του | χιώτικου | της | χιώτικης | του | χιώτικου |
| αιτιατική | τον | χιώτικο | τη | χιώτικη | το | χιώτικο |
| κλητική | χιώτικε | χιώτικη | χιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιώτικοι | οι | χιώτικες | τα | χιώτικα |
| γενική | των | χιώτικων | των | χιώτικων | των | χιώτικων |
| αιτιατική | τους | χιώτικους | τις | χιώτικες | τα | χιώτικα |
| κλητική | χιώτικοι | χιώτικες | χιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιώτικος < Χίος
Μεταφράσεις
χιώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.