Φώκαια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Φώκαια
      γενική της Φώκαιας
    αιτιατική τη Φώκαια
     κλητική Φώκαια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φώκαια < αρχαία ελληνική Φώκαια

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfo.ce.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φώκαια

Κύριο όνομα

Φώκαια θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (αρχαία πόλη) αρχαία ιωνική πόλη, η σημερινή Foça, στα παράλια της Μικράς Ασίας, αποικία κατοίκων της Φωκίδας
  2. Νέα: οικισμός της Χαλκιδικής
  3. Παλαιά: κωμόπολη της Αττικής

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φώκαι
      γενική τῆς Φωκαίᾱς
      δοτική τῇ Φωκαί
    αιτιατική τὴν Φώκαιᾰν
     κλητική ! Φώκαι
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φώκαια < Φωκίς

Κύριο όνομα

Φώκαια θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.