κωμόπολη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κωμόπολη | οι | κωμοπόλεις |
| γενική | της | κωμόπολης* | των | κωμοπόλεων |
| αιτιατική | την | κωμόπολη | τις | κωμοπόλεις |
| κλητική | κωμόπολη | κωμοπόλεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κωμοπόλεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωμόπολη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωμόπολ(ις) + -η.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κώμ(η) + -ό- + πόλη
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈmo.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐μό‐πο‐λη
Ουσιαστικό
κωμόπολη θηλυκό
- (γεωγραφία) κατοικημένη περιοχή μεγαλύτερη από το χωριό και μικρότερη από την πόλη (συνήθως κυμαίνεται μεταξύ δύο και δέκα χιλιάδων κατοίκων)
- ↪ το Κιάτο είναι κωμόπολη στο νομό Κορινθίας
- → δείτε τη λέξη πολίχνη
-
κωμόπολη στη Βικιπαίδεια

- Κατηγορία:Κωμοπόλεις
- Κατηγορία:Κωμοπόλεις της Ελλάδας
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κωμόπολη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.