Υψηλότατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Υψηλότατος | οι | Υψηλότατοι |
| γενική | του | Υψηλοτάτου | των | Υψηλοτάτων |
| αιτιατική | τον | Υψηλότατο | τους | Υψηλοτάτους |
| κλητική | Υψηλότατε | Υψηλότατοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Υψηλότατος < υψηλότατος & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Altesse < altesse
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.psiˈlo.ta.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Υ‐ψη‐λό‐τα‐τος
Ουσιαστικό
Υψηλότατος (θηλυκό Υψηλοτάτη)
Πηγές
- Υψηλότατος, υψηλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.