Υψηλότης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Υψηλότης < καθαρεύουσα Ὑψηλότης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑψηλότης (μεγαλοπρέπεια) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Altesse.[1]  δείτε και τη λέξη υψηλότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.psiˈlo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Υψηλότης
παλιότερη γραφή: Ὑψηλότης

Ουσιαστικό

Υψηλότης θηλυκό  δείτε τις κλίσεις στο Ὑψηλότης και Υψηλότητα

  • (λόγιο, επίσημο, προσφώνηση) λογιότερη μορφή του Υψηλότητα (υψηλότητα)
    Τι θα επιθυμούσε η Υψηλότης σας; (για άνδρα ή γυναίκα)

Παράγωγα

  • η Αυτού ΥψηλότηςΑυτού Υψηλότητα, αρσενικό για το Υψηλότατος)
  • η Αυτής ΥψηλότηςΑυτής Υψηλότητα, θηλυκό για το Υψηλοτάτη)

Αναφορές

Πηγές

  • «υψηλότητα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.