τρωικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρωικός | η | τρωική | το | τρωικό |
| γενική | του | τρωικού | της | τρωικής | του | τρωικού |
| αιτιατική | τον | τρωικό | την | τρωική | το | τρωικό |
| κλητική | τρωικέ | τρωική | τρωικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρωικοί | οι | τρωικές | τα | τρωικά |
| γενική | των | τρωικών | των | τρωικών | των | τρωικών |
| αιτιατική | τους | τρωικούς | τις | τρωικές | τα | τρωικά |
| κλητική | τρωικοί | τρωικές | τρωικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρωικός < Τρωάδα
Επίθετο
τρωικός
- που σχετίζεται με την αρχαία πόλη της Τροίας και τη χώρα της Τρωάδας, συνήθως αναφερόμενος όμως είναι ο δεκαετής "Τρωικός πόλεμος" (η γη της Τρωάδας ή των Τρώων και όχι η "τρωική χώρα")
- (αστρονομία) σώμα το οποίο βρίσκεται παγιδευμένο στα λαγκραζιανά σημεία ενός πλανήτη ή ενός δορυφόρου. Λέγεται και τρωικό αντικείμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.