Τρωαδίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τρωαδίτης | οι | Τρωαδίτηδες |
| γενική | του | Τρωαδίτη* | των | Τρωαδίτηδων |
| αιτιατική | τον | Τρωαδίτη | τους | Τρωαδίτηδες |
| κλητική | Τρωαδίτη | Τρωαδίτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Τρωαδίτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τρωαδίτης < + -ίτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Troaditis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.