Tragos
Διαγλωσσικοί όροι
Ετυμολογία
- Tragos < (μεταγραφή) νέα ελληνική Τράγος
Μεταγραφή
Tragos
- ανδρικό επώνυμο, το ελληνικό επώνυμο Τράγος στις γλώσσες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο
Αγγλικά (en)
-
George Euripides Tragos στην αγγλική Βικιπαίδεια
(γενν. 1949), αμερικανός δικηγόρος ελληνικής καταγωγής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.