Τζιμάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τζιμάκος | οι | Τζιμάκοι |
| γενική | του | Τζιμάκου | των | Τζιμάκων |
| αιτιατική | τον | Τζιμάκο | τους | Τζιμάκους |
| κλητική | Τζιμάκο | Τζιμάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /d͡ziˈma.kos/
Σημειώσεις
- προκειμένου περί Ελλήνων, το Τζιμ χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό του Δημήτρης (εκ του Dim < Dimitri) και όχι του Ιάκωβος (Jim στα αγγλικά, από το James)
γνωστότεροι
-
Τζίμης Πανούσης, ο επιλεγόμενος και Τζιμάκος στη Βικιπαίδεια
1954-2018, τραγουδοποιός και περφόρμερ
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τζίμης
Τζιμάκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.