Τζιμάκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τζιμάκος οι Τζιμάκοι
      γενική του Τζιμάκου των Τζιμάκων
    αιτιατική τον Τζιμάκο τους Τζιμάκους
     κλητική Τζιμάκο Τζιμάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τζιμάκος < αγγλικά Jim ή Τζιμ ή Τζίμ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος  και δείτε τη λέξη Ιάκωβος

Προφορά

ΔΦΑ : /d͡ziˈma.kos/

Κύριο όνομα

Τζιμάκος

Σημειώσεις


γνωστότεροι

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τζίμης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.