Τζίμης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τζίμης οι Τζίμηδες
      γενική του Τζίμη των Τζίμηδων
    αιτιατική τον Τζίμη τους Τζίμηδες
     κλητική Τζίμη Τζίμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τζίμης < άμεσο δάνειο από την αγγλική Jim (υποκοριστικό του James Ιάκωβος) + -ης

Κύριο όνομα

Τζίμης αρσενικό

Σημειώσεις

γνωστότεροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.