Τζαννετάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Τζαννετάκος | οι | Τζαννετάκοι |
| γενική | του | Τζαννετάκου | των | Τζαννετάκων |
| αιτιατική | τον | Τζαννετάκο | τους | Τζαννετάκους |
| κλητική | Τζαννετάκο | Τζαννετάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τζαννετάκος < Τζαννέτ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος από το Τζαννής → και δείτε τη λέξη Ιωάννης
Προφορά
- ΔΦΑ : /d͡za.neˈτa.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζαν‐νε‐τά‐κος
Κύριο όνομα
Τζαννετάκος αρσενικό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
- ο γιος του Τζαννή στην ανατολική Μάνη
Μεταφράσεις
Τζαννετάκος
|
|
Συνώνυμα
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Дзаннетакос
- λατινικοί χαρακτήρες: Tzannetakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.