Τάραντας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τάραντας οι Τάραντες
      γενική του Τάραντα των Ταράντων
    αιτιατική τον Τάραντα τους Τάραντες
     κλητική Τάραντα Τάραντες
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και την κλίση του αρχαίου: Τάρας.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τάραντας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Τάρας, από την αιτιατική «τὸν Τάραντα»

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈta.ɾan.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τάραντας

Κύριο όνομα

Τάραντας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ήρωας της μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα ή του Ηρακλή, οικιστής της πόλης του Τάραντα
  2. παραλιακή πόλη της νότιας Ιταλίας -στην περιοχή της Απουλίας- που σήμερα από τους Ιταλούς λέγεται Taranto (Ταράντο) και πιο πριν από τους Ρωμαίους Tarentum. Βρίσκεται στη θέση του αρχαίου Τάραντα, αποικίας των Σπαρτιατών που είχε ιδρυθεί το 706 π.Χ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.