Σταύρου
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
| ονομαστική | ο/η | Σταύρου | οι | Σταυραίοι | οι | Σταύρου |
| γενική | του/της | Σταύρου | των | Σταυραίων | των | Σταύρου |
| αιτιατική | τον/τη | Σταύρου | τους | Σταυραίους | τους/τις | Σταύρου |
| κλητική | Σταύρου | Σταυραίοι | Σταύρου | |||
| Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
| Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σταύρου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- Σταύρου (πατρωνυμικό) < γενική ενικού του Σταύρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsta.vɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σταύ‐ρου
- τονικό παρώνυμο: σταυρού
- Τατιάνα Σταύρου (1899-1990), συγγραφέας @biblionet
-
Σταύρου (αποσαφήνιση) στη Βικιπαίδεια

Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.