Σταμάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Σταμάτα | οι | Σταμάτες |
| γενική | της | Σταμάτας | — | |
| αιτιατική | τη | Σταμάτα | τις | Σταμάτες |
| κλητική | Σταμάτα | Σταμάτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /staˈma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στα‐μά‐τα
Ετυμολογία 1
- Σταμάτα < (πρώτη γραπτή εμφάνιση τον 16ος αι.) όνομα που έδιναν σε θηλυκά βρέφη είτε για να σταματήσει η θνησιγονία είτε για να σταματήσει η γέννηση κοριτσιών και το επόμενο παιδί να γεννηθεί αγόρι < σταμάτα!• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
Σταμάτα
|
|
Κύριο όνομα
Σταμάτα θηλυκό
- οικισμός της Αττικής
- ※ Έπεσε η Ναχμία με τα μούτρα στη δουλειά, το εργοστάσιο στη Σταμάτα Aττικής εγκαινιάστηκε έξι μήνες νωρίτερα απ' τα καθορισμένα, στη συνέχεια εξασφάλισε δάνεια από την EOK και επεξέτεινε τις επιχειρήσεις της στον χώρο των γαλακτοκομικών προϊόντων. (Χρήστος Χωμενίδης, Το σοφό παιδί, (Αθήνα: Πατάκης, 2012), σελ. 329)
-
Σταμάτα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Σύμφωνα με θρύλο τον οποίον κατέγραψε τον 19ο αιώνα ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και αργότερα ο Λίνος Πολίτης η ονομασία της Σταμάτας αποδίδεται στην πεζοπορία του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Σύμφωνα με τον θρύλο, ομάδα γυναικών ζήτησαν από τον Φειδιππίδη να «σταματήσει» για να μάθουν την έκβαση της μάχης, στην περιοχή της σημερινής Σταμάτας. Βλ. Krappe, Alexander Haggerty (1974), The science of folklore. London: Kessinger Publishing. σελ. 84. ISBN 0-06-473826-4
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.