Στέφανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στέφανος οι Στέφανοι
      γενική του Στέφανου
& Στεφάνου
των Στέφανων
& Στεφάνων
    αιτιατική τον Στέφανο τους Στέφανους
& Στεφάνους
     κλητική Στέφανε Στέφανοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Στέφανος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Στέφανος < στέφανος < στέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stÁbʰ-

Κύριο όνομα

Στέφανος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Στέφανος οἱ Στέφανοι
      γενική τοῦ Στεφάνου τῶν Στεφάνων
      δοτική τῷ Στεφάν τοῖς Στεφάνοις
    αιτιατική τὸν Στέφανον τοὺς Στεφάνους
     κλητική ! Στέφανε Στέφανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Στεφάνω
γεν-δοτ τοῖν  Στεφάνοιν
Συνήθως στον ενικό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Στέφανος < στέφανος < στέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stÁbʰ-

Κύριο όνομα

Στέφανος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.