Στέφανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Στέφανος | οι | Στέφανοι |
| γενική | του | Στέφανου & Στεφάνου |
των | Στέφανων & Στεφάνων |
| αιτιατική | τον | Στέφανο | τους | Στέφανους & Στεφάνους |
| κλητική | Στέφανε | Στέφανοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Στέφανος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Στέφανος < στέφανος < στέφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stÁbʰ-
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Στέφανος | οἱ | Στέφανοι |
| γενική | τοῦ | Στεφάνου | τῶν | Στεφάνων |
| δοτική | τῷ | Στεφάνῳ | τοῖς | Στεφάνοις |
| αιτιατική | τὸν | Στέφανον | τοὺς | Στεφάνους |
| κλητική ὦ! | Στέφανε | Στέφανοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Στεφάνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Στεφάνοιν | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- Στέφανος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.