Σπετσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /speˈt͡sço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπε‐τσιώ‐της
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπετσιώτης | οι | Σπετσιώτες |
| γενική | του | Σπετσιώτη | των | Σπετσιωτών |
| αιτιατική | τον | Σπετσιώτη | τους | Σπετσιώτες |
| κλητική | Σπετσιώτη | Σπετσιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Σπετσιώτης αρσενικό (θηλυκό Σπετσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος ή κατάγεται από τις Σπέτσες
- ※ Επομένως, στο πλαίσιο της ελληνόκτητης ναυτιλίας, η Ερμούπολη κατέχει κεντρική θέση και η ναυτιλιακή της αγορά προσελκύει πλοιάρχους, πλοιοκτήτες, ναυτικούς, κυρίως Έλληνες αλλά και ξένους, από έναν ευρύτατο γεωγραφικό χώρο. Xιώτες και Ψαριανούς από την ίδια την πόλη, Ανδριώτες, Σαντορινιούς, Μυκόνιους, Υδραίους και Σπετσιώτες από το Αιγαίο, Κεφαλονίτες και Ιθακήσιους από το Ιόνιο, Τουρκοκρητικούς, Άγγλους, Ιταλούς και Δαλματούς, αλλά και εμπόρους της Τεργέστης, της Κωνσταντινούπολης και της νότιας Ρωσίας, οι οποίοι, διαμέσου των πληρεξουσίων τους, συναλλάσσονταν στην αγορά της Ερμούπολης, η οποία ήταν σε θέση να καλύψει πολλαπλές ανάγκες της ναυτιλιακής δραστηριότητας: χρηματοδότηση, επισκευές, τροφοδοσία, πληροφόρηση, επένδυση.
- Απόστολος Δελής, (2012). Ναυπήγηση και συνεταιριστική διαχείριση (συμπλοιοκτησία) εμπορικών ιστιοφόρων στην Ερμούπολη τον 19ο αιώνα. Μνήμων, 31, 85-114.
- ※ Επομένως, στο πλαίσιο της ελληνόκτητης ναυτιλίας, η Ερμούπολη κατέχει κεντρική θέση και η ναυτιλιακή της αγορά προσελκύει πλοιάρχους, πλοιοκτήτες, ναυτικούς, κυρίως Έλληνες αλλά και ξένους, από έναν ευρύτατο γεωγραφικό χώρο. Xιώτες και Ψαριανούς από την ίδια την πόλη, Ανδριώτες, Σαντορινιούς, Μυκόνιους, Υδραίους και Σπετσιώτες από το Αιγαίο, Κεφαλονίτες και Ιθακήσιους από το Ιόνιο, Τουρκοκρητικούς, Άγγλους, Ιταλούς και Δαλματούς, αλλά και εμπόρους της Τεργέστης, της Κωνσταντινούπολης και της νότιας Ρωσίας, οι οποίοι, διαμέσου των πληρεξουσίων τους, συναλλάσσονταν στην αγορά της Ερμούπολης, η οποία ήταν σε θέση να καλύψει πολλαπλές ανάγκες της ναυτιλιακής δραστηριότητας: χρηματοδότηση, επισκευές, τροφοδοσία, πληροφόρηση, επένδυση.
Συγγενικά
- Σπέτσες
- σπετσιώτικος
- Σπετσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Σπετσιώτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σπετσιώτης | οι | Σπετσιώτηδες |
| γενική | του | Σπετσιώτη* | των | Σπετσιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Σπετσιώτη | τους | Σπετσιώτηδες |
| κλητική | Σπετσιώτη | Σπετσιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Σπετσιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Σπετσιώτης < πατριδωνυμικό Σπετσιώτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Spetsiotis, Spetsiotes
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.