Σπέτσες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Σπέτσες | ||
| γενική | των | Σπετσών | ||
| αιτιατική | τις | Σπέτσες | ||
| κλητική | Σπέτσες | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspe.t͡ses/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπέ‐τσες
Κύριο όνομα

Η θέση των Σπετσών στην Ελλάδα

Το λιμάνι των Σπετσών
Σπέτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- ιστορικό νησί του Αργοσαρωνικού
- ※ Ὁ Σκάρος, ποὺ τὸν εἶχε συνοδέψει ἴσαμε τὸ μῶλο τρικλίζοντας, πῆγε καὶ κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ βραχίονα κι’ ἔμεινε κυττάζοντας τὸ καΐκι ποὺ ἀλάργευε κατὰ τὶς Σπέτσες.
- Κώστας Ουράνης, Ο Σκάρος, Νέα Εστία, έτος ΙΔ΄, τόμος 27ος, τεύχος 313, 1 Ιανουαρίου 1940, σελ. 29
- ※ Ὁ Σκάρος, ποὺ τὸν εἶχε συνοδέψει ἴσαμε τὸ μῶλο τρικλίζοντας, πῆγε καὶ κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ βραχίονα κι’ ἔμεινε κυττάζοντας τὸ καΐκι ποὺ ἀλάργευε κατὰ τὶς Σπέτσες.
Συγγενικά
- (καθαρεύουσα) Σπέτσαι
- Τιπάρηνος
-
Σπέτσες στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.