σπετσιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπετσιώτικος | η | σπετσιώτικη | το | σπετσιώτικο |
| γενική | του | σπετσιώτικου | της | σπετσιώτικης | του | σπετσιώτικου |
| αιτιατική | τον | σπετσιώτικο | τη | σπετσιώτικη | το | σπετσιώτικο |
| κλητική | σπετσιώτικε | σπετσιώτικη | σπετσιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπετσιώτικοι | οι | σπετσιώτικες | τα | σπετσιώτικα |
| γενική | των | σπετσιώτικων | των | σπετσιώτικων | των | σπετσιώτικων |
| αιτιατική | τους | σπετσιώτικους | τις | σπετσιώτικες | τα | σπετσιώτικα |
| κλητική | σπετσιώτικοι | σπετσιώτικες | σπετσιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπετσιώτικος < Σπετσιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /speˈt͡sço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπε‐τσιώ‐τι‐κος
Επίθετο
σπετσιώτικος, -η, -ο
- που σχετίζεται με τις Σπέτσες
- ↪ο σπετσιώτικος στόλος της Επανάστασης
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σπετσιώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.