Σάξονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σάξονας οι Σάξονες
      γενική του Σάξονα των Σαξόνων
    αιτιατική τον Σάξονα τους Σάξονες
     κλητική Σάξονα Σάξονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σάξονας < (άμεσο δάνειο) αγγλική Saxon < αγγλοσαξονική Seaxan (Σάξονες) < λατινική Saxones (Σάξονες)
Συγγενές με το αγγλικό seax, ένα μαχαίρι που χρησιμοποιούσαν οι Σάξονες και έγιναν γνωστοί για αυτό

Κύριο όνομα

Σάξονας αρσενικό ή θηλυκό (σπάνια θηλυκό Σαξόνισσα)

  1. (εθνικό όνομα, ιστορία) οι Σάξονες: γερμανικό φύλο που κατοικούσε στα δυτικά παράλια της σημερινής Γερμανίας και εισέβαλε στην Αγγλία κατά τον 5ο αιώνα
  2. (πατριδωνυμικό) κάτοικος της Σαξονίας, ένα ομόσπονδο κρατίδιο της σημερινής Γερμανίας

  • Σάξωνας

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.