Σάξονες
Νέα ελληνικά (el)
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Σάξονες | ||
| γενική | των | Σαξονών | ||
| αιτιατική | τους | Σάξονες | ||
| κλητική | Σάξονες | |||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σάξονες αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο, ιστορία) των Σαξόνων
- Αγγλοσάξονες
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Σάξονες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Σάξονας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.