Ρήνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ρήνος | οι | Ρήνοι |
| γενική | του | Ρήνου | των | Ρήνων |
| αιτιατική | τον | Ρήνο | τους | Ρήνους |
| κλητική | Ρήνε | Ρήνοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
Ρήνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Rhenus < κελτικής προέλευσης rēnos (ρεύμα)[1] πρωτοϊνοδευρωπαϊκής προέλευσης, όπως και η αρχαία ελληνική Ῥῆνος. Δείτε και το αγγλικό Rhine και Ῥῆνος στο en.wiktionary.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾi.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρή‐νος
Κύριο όνομα 1
Ρήνος αρσενικό
- μεγάλος ποταμός της Ευρώπης που πηγάζει από τις Άλπεις και εκβάλει στη Βόρειο Θάλασσα
- ※ Ο Ρήνος δεν κυλάει στην παραδοσιακή του κοίτη. Το 1817 ξεκίνησαν έργα ευθυγράμμισής του με αποτέλεσμα να χαθούν πλούσιοι υδροβιότοποι και πυκνή βλάστηση. (Ντορίν Φίντλερ/Ειρήνη Αναστασοπούλου, Πριν 200 χρόνια ο Ρήνος απέκτησε νέα κοίτη, Deutsche Welle, 17 Οκτωβρίου 2017)
- Ῥῆνος (πολυτονικό)
Συγγενικά
- Ρηνανία
-
Ρήνος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία 2
- Ρήνος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.