Περσείδης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     πληθυντικός  
ιωνικοί τύποι
ονομαστική Περσείδης οἱ Περσεῖδαι
      γενική τοῦ Περσείδου τῶν Περσειδῶν
      δοτική τῷ Περσείδ τοῖς Περσείδαις Περσεΐδῃσι
    αιτιατική τὸν Περσείδην τοὺς Περσείδᾱς
     κλητική ! Περσείδη Περσεῖδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Περσείδ
γεν-δοτ τοῖν  Περσείδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Περσείδης < Περσεύς + -ίδης

Κύριο όνομα

Περσείδης αρσενικό

  1. (πατρωνυμικό) γιος του Περσέα
  2. απόγονος του Περσέα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.