Περαιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Περαιώτης | οι | Περαιώτες |
| γενική | του | Περαιώτη | των | Περαιωτών |
| αιτιατική | τον | Περαιώτη | τους | Περαιώτες |
| κλητική | Περαιώτη | Περαιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾeˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ραι‐ώ‐της
Κύριο όνομα
Περαιώτης αρσενικό (θηλυκό Περαιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Περαία
- (πατριδωνυμικό, λαϊκότροπο) ο Πειραιώτης
- ※ Άιντε ρε μόρτη, ρε Περαιώτη | με τ' άσπρο ζωναράκι σου και με τον κόφτη | μ' αυτή την τόση τη λεβεντιά σου | ποτέ δεν λείπει γκόμενα από κοντά σου
- «Μόρτης Πειραιώτης», σύνθεση του Μιχάλη Σκουλούδη· τραγούδι: Κώστας Νούρος. Ηχογράφηση του 1931, από την εταιρεία Columbia, αρ. κατ. DG0130.
- ※ Τον υμνούμενο, τον δοξολογούμενο | Αθηναίος, γκάγκαρος | Περαιώτης, μαουνιέρης | Αιγενίτης, κανατάς | Ναυπλιώτης, διστενγκές
- «Ο υμνούμενος», σύνθεση-εκτέλεση: Πέτρος Κυριακός.
- ※ Άιντε ρε μόρτη, ρε Περαιώτη | με τ' άσπρο ζωναράκι σου και με τον κόφτη | μ' αυτή την τόση τη λεβεντιά σου | ποτέ δεν λείπει γκόμενα από κοντά σου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Περαιώτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.