Πειραιώτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πειραιώτης | οι | Πειραιώτες |
| γενική | του | Πειραιώτη | των | Πειραιωτών |
| αιτιατική | τον | Πειραιώτη | τους | Πειραιώτες |
| κλητική | Πειραιώτη | Πειραιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πειραιώτης < Πειραι(άς) + -ώτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾeˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πει‐ραι‐ώ‐της
Κύριο όνομα
Πειραιώτης αρσενικό (θηλυκό Πειραιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή κατοικεί στον Πειραιά
- ※ Δε σε αδίκησα ποτέ, / λεβέντη μου θαλασσινέ. / Σ’ ό,τι θελήσεις λέω ναι / γιατί είσαι Πειραιώτης. (Ο Πειραιώτης, στίχοι: Πυθαγόρας, μουσική: Γιώργος Κατσαρός, εκτέλεση: Τόλης Βοσκόπουλος, 1969)
Συνώνυμα
- Περαιώτης (λαϊκότροπο)
Μεταφράσεις
Πειραιώτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.